- συντάξῃς
- συντάσσωput in order togetheraor subj act 2nd sgσυντάσσωput in order togetheraor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
ΠΡΟΛΟΓΟΣ — Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σύνταξη — Περιοδική παροχή σε χρήμα, για την εξασφάλιση των μέσων διαβίωσης, εκ μέρους του κράτους και άλλων οργανισμών, στα πρόσωπα που έχουν αποχτήσει το σχετικό δικαίωμα κατ’ αναφορά προς προηγούμενη σχέση παροχής υπηρεσιών. Στην αρχή η σ. πήγαζε… … Dictionary of Greek
ανώνυμο ή ψευδώνυμο έργο — Τα αρχαιότερα λογοτεχνικά έργα δεν αναφέρουν το όνομα του συγγραφέα, ακόμα και αν σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαπιστωθούν μέσα σε αυτά εκδηλώσεις που ανάγονται στην παρέμβαση μιας προσωπικότητας αξίας. Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτιστικό… … Dictionary of Greek
Ζερβός, Ιωάννης — (Ζερβάτα Κεφαλονιάς 1875 – Aθήνα 1944). Λόγιος και συγγραφέας. Αν και σπούδασε νομικά, τα φιλολογικά του ενδιαφέροντα τον απομάκρυναν σύντομα από τη δικηγορία και του έδωσαν τη θέση του στον δημοτικιστικό λογοτεχνικό κύκλο της Αθήνας. Στο πρόσωπό … Dictionary of Greek
Μπέγερ, Άντολφ φον- — (Adolph von Baeyer, Βερολίνο 1835 – Μόναχο 1917). Γερμανός χημικός, μαθητής του Μπούνσεν και του Κεκιλέ. Δίδαξε μερικά χρόνια στο Βερολίνο, το 1872 ονομάστηκε έκτακτος καθηγητής στο Στρασβούργο και το 1875 μετακλήθηκε στο Μόναχο για να διαδεχτεί… … Dictionary of Greek
Non-English usage of quotation marks — A Non English usage of quotation marks Punctuation apostrophe ( … Wikipedia
αλκαλοειδή — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η… … Dictionary of Greek
αλκύλιο — Ομάδα ατόμων που δεν υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση και προέρχεται με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από τους υδρογονάνθρακες του γενικού τύπου CnH2n+2, που περιέχουν δηλαδή στο μόριό τους n άτομα άνθρακα και (2n+2) άτομα υδρογόνου. Κάθε α.… … Dictionary of Greek
αναστροφή — Μεταβολή στο αντίθετο, μεταστροφή, επιστροφή, επάνοδος. (Βιολ.)Στη γενετική, α. είναι η μεταβολή της γραμμικής σύνταξης των γονιδίων σε ένα τμήμα χρωματοσώματος, έτσι ώστε να βρίσκονται σε αντίθετη σειρά απ’ ό,τι το αντίστοιχο τμήμα ενός… … Dictionary of Greek